πανωτοίχι

πανωτοίχι
το
το επάνω μέρος τού τοίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάνω + τοίχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πανωτοίχι — το ιού, το πάνω μέρος του τοίχου: Τα μικρά της γειτονιάς παρακολουθούσαν την Ανάσταση από το πανωτοίχι του αυλόγυρου της εκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • πανώτοιχος — ο πανωτοίχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάνω + τοίχος] …   Dictionary of Greek

  • πανώτοιχος — ο βλ. πανωτοίχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”